Μάρων

Μάρων
Μάρων [ᾰ], ωνος, , name of Thracian priest who gave wine to Odysseus, Od.9.197: hence, of a strong wine, Cratin. 135, E.Cyc. 412; perh. also a throw of the dice, cf. Herod.3.25.
II [full] μάρων, ονος, , , = λευκόψαρος, ὄνοι Hippiatr.14.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Μάρων — masc nom/voc sg Μάρων masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάρων — masc nom/voc sg μά̱ρων , μᾶρον sage neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μάρων — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ευάνθη και ιερέας του Απόλλωνα. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Μ. ήταν πολύ πλούσιος και διέθετε μεγάλες εκτάσεις με αμπέλια κοντά στον Ίσμαρο. Τον προστάτευε ο Οδυσσέας, καθώς ο Μ. ήταν εκείνος που του έδωσε το… …   Dictionary of Greek

  • μάρων — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ευάνθη και ιερέας του Απόλλωνα. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Μ. ήταν πολύ πλούσιος και διέθετε μεγάλες εκτάσεις με αμπέλια κοντά στον Ίσμαρο. Τον προστάτευε ο Οδυσσέας, καθώς ο Μ. ήταν εκείνος που του έδωσε το… …   Dictionary of Greek

  • Μαρῶν — Μάρης masc gen pl (attic epic doric) Μᾱρῶν , Μᾶρες masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρῶν — μάρη hand fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μάρον — Μάρων masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάρον — μάρων masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μάρονας — Μάρων masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάρονας — μάρων masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μάρωνα — Μάρων masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”